- ημιθεος
- ἡμίθεοςἡμί-θεοςдор. ἀμίθεος и ἁμίθεος (ᾱ, ῐ) ὅ полубог
(ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν Hom.; ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἱ καλέονται ἡμίθεοι Hes.; θεοὴ καὴ ἡμίθεοι Isocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν Hom.; ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἱ καλέονται ἡμίθεοι Hes.; θεοὴ καὴ ἡμίθεοι Isocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡμίθεος — demigod masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίθεος — Μυθολογικός όρος.Αυτός που ο ένας από τους γεννήτορές του είναι θεός και o άλλος θνητός. Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις μυθολογικές παραδόσεις άλλων λαών οι ήρωες που πραγματοποίησαν άθλους ανώτερους από το κοινό μέτρο,… … Dictionary of Greek
ημίθεος — ο 1. αυτός που σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία είχε έναν από τους γονείς του θεό. 2. ο πολύ ένδοξος, πολύ σπουδαίος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμιθέοις — ἡμίθεος demigod masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέοισι — ἡμίθεος demigod masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέοισιν — ἡμίθεος demigod masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέου — ἡμίθεος demigod masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέους — ἡμίθεος demigod masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέων — ἡμίθεος demigod masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιθέῳ — ἡμίθεος demigod masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίθεοι — ἡμίθεος demigod masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)